Χωρίς Μέτρο

Χωρίς Μέτρο, Whiplash

Μία ταινία κομψοτέχνημα για την ηθική της παιδείας, τα σύνορα της πειθαρχίας, την ψυχολογική αντικατάσταση του πατρικού προτύπου, τον πόνο και το πάθος για τη μουσική, αλλά και την έννοια του ταλέντου και της μετριότητας. Μεταδοτικό και πολυκύμαντο «Χωρίς Μέτρο» έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη, για τη συμπαγή δομή του, την συγκινητική προσπάθεια του Μάϊλς Τέλερ και το χωρίς περιστροφές και κρατήματα, εκρηκτικό πορτρέτο του σπουδαίου καρατερίστα Τζ. Κ. Σίμονς- η «not my tempo», φοβιστική επωδός του στην ταινία, είναι ήδη κλασσική.

Η.Π.Α. 2014
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Ντάμιεν Σαζέλ
Πρωταγωνιστούν: Μάιλς Τέλερ, Μελίσα Μπενουά, Τζ. Κ. Σίμονς, Πολ Ράιζερ, Οστιν Στόουελ, Τζέισον Μπλερ, Έιπριλ Γκρέις
Διάρκεια: 106 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment

Περίληψη: O 19χρονος Άντριου είναι ένας ταλαντούχος ντράμερ, ένας από τους καλύτερους σπουδαστές στο «Shaffer Conservatory» της Νέας Υόρκης. Πεισματάρης και φιλόδοξος, στα όρια του αλαζονικού, ονειρεύεται μεγάλα, τεράστια όνειρα: δε θα συμβιβαστεί με την μετριότητα, όπως ο καθηγητής Γυμνασίου φιλόλογος πατέρας του. Ή με μια μικροαστική δήθεν καριέρα, όπως τα ξαδέλφια του. Εκείνος είναι καλλιτέχνης. Θα γίνει ο καλύτερος. Θα γράψει ιστορία. Θα δουλέψει σκληρά και θα κερδίσει μία θέση στην ορχήστρα του Τέρενς Φλέτσερ – του διαβόητου μαέστρου της τζαζ, του καθηγητή που όλοι στη σχολή σέβονται και τρέμουν ταυτόχρονα. Αν σε επιλέξει ο Φλέτσερ, αν αντέξεις τα καψόνια και τη σκληρή του αγάπη, τότε ένας μεγάλος δρόμος ανοίγεται μπροστά σου. Ο Άντριου αισθάνεται ανίκητος, δυνατός. Κι ο Φλέτσερ όντως τον επιλέγει. Πρόσεξε τι εύχεσαι λένε οι σοφοί αυτού του κόσμου. Γιατί ο δρόμος προς την επιτυχία είναι στρωμένος με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα, κυριολεκτικά.

whiplash_3165868b_1432822880_crop_550x343

Η άποψή μας: Μια τυπικότατη ιστορία ενηλικίωσης και αποδοχής γίνεται ολόκληρη η βάση της ταινίας, πάνω στην οποία χτίζεται μια από τις ζωντανότερες μουσικές ταινίες που μπορεί να δει κανείς. Και ζωντανότερες γιατί, ενώ δεν καταφέρνει να ξαναανακαλύψει το μουσικό τροχό, καταφέρνει να αποδώσει το ζητούμενο, την ένταση και το πάθος που δημιουργεί η μουσική, να κρατήσει την αδρεναλίνη σε υψηλά επίπεδα και, ενώ την πλοκή του τη γνωρίζουμε εμπειρικά, να μην την πλημμυρίσει με εύκολες λύσεις, να μην χαριστεί σε άστοχους συναισθηματισμούς.

Αντιθέτως, στοχεύει παρά πολύ καλά στη θυσία κάποιων πτυχών της κοινωνικής ζωής προς όφελος ενός αληθινού ονείρου και μάλιστα επαινεί αυτόν που ξέρει τι θέλει και προτίθεται να το διεκδικήσει. Ο Σαζέλ λοιπόν επιλέγει να μας δείξει πόση σκληρή δουλειά, πόση ακαδημαϊκή μελέτη, πόση πρακτική πειθαρχία χρειάζεται για να εξελιχθείς, εκεί στο πίσω μέρος της σκηνής. Φετιχιστικά σχεδόν κοντινά στα ματωμένα στικς, στα πρησμένα χέρια του μαθητή, στους τόνους ιδρώτα που γεμίζουν τον αέρα και ποτίζουν τα κύμβαλα. Ένας ύμνος στην μουσική και τους μουσικούς της, τους εργάτες και τις αυθεντίες της. Ένα 9λεπτο σόλο που μένει αυτόματα κλασικό. Όμως ο Σαζέλ δεν σταματά εκεί.

Ο πραγματικός προβληματισμός της ταινίας δεν έχει να κάνει με την μουσική. Εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας ως θρίλερ ηθικής, βαθιά ριζωμένης στην κοινωνική μας παιδαγωγική, αλλά και αυτοεκτίμηση. Ως μία μετωπική σύγκρουση δάσκαλου-μαθητή, γονιού παιδιού, εαυτού με εαυτό. Τι σημαίνει επιτυχία, ποια είναι η πραγματική αξία του ταλέντου, ποια η χυδαιότητα του πρωταθλητισμού; Πόσο σου επιτρέπεται να φέρεσαι «Χωρίς Μέτρο» στον εαυτό σου ή τους άλλους για να ξεπεράσεις τα όριά σου, για να θριαμβεύσεις; Γιατί η μετρημένη ζωή ενός πατέρα, καθηγητή και φιλόλογου, μεταφράζεται ως συμβιβασμένη; Ο Σαζέλ θα μπορούσε να έχει καταλήξει με ένα διδακτικό μελό αν απαντούσε ξεκάθαρα σ’ αυτά τα ερωτήματα. Αντ’ αυτού γράφει ένα σενάριο που κι αυτό δεν υπακούει στις συνηθισμένες κλισέ δραματουργικές πράξεις.

Με ένα αριστοτεχνικό μοντάζ κι ένα αξιομνημόνευτο σκηνοθετικό ρυθμό, ο Ντάμιεν Σαζέλ μπορεί να δικαιώνει την προτεσταντική οδό του πόνου προς το happy end κάθε success story, είναι όμως αρκετά ευφυής ώστε να χωρέσει σε αυτό το συνεχόμενο  Γολγοθά μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το αληθινό καλλιτεχνικό πάθος, την αμερικανική κοινωνία της ανταγωνιστικότητας ή τη νοσταλγική προσκόλληση σε κενούς μύθους. Για να το κάνει, αναγκάζεται να τραβήξει την πλοκή και τους χαρακτήρες στα δραματικά τους άκρα (αν όχι παραπέρα), επιστρατεύοντας ακόμη κι εύκολες μελοδραματικές συμπτώσεις, όπως η σύγκρουση του Άντριου με το φορτηγό. Παραδίδει όμως ένα ακαταμάχητα μελωδικό δράμα χαρακτήρων, σημείο αναφοράς για το μοντέρνο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά.