Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς
ΚΑΣΤ: Ντέιβ Τζονς, Χέιλι Σκουάιρς, Σάρον Πέρσι, Μπριάνα Σαν, Ντίλαν ΜακΚίρναν
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100′
ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
ΕΤΟΣ: 2016

Περίληψη: Η νέα ταινία του Ken Loach, σε σενάριο του σταθερού συνεργάτη του Paul Laverty εκπροσωπεί το ανθρωποκεντρικό, πολιτικό σινεμά για το οποίο αυτό το δίδυμο είναι διάσημο, ενώ οι χαρακτήρες της ταινίας συγκλονίζουν και μένουν αξέχαστοι, όπως και οι ηθοποιοί που τους υποδύονται. Συγκινητικό και φορτισμένο, το ‘’Eγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’’ παρακολουθεί τον αγώνα δύο ανθρώπων ενάντια στη γραφειοκρατία, αλλά και τη δύναμη τους να σταθούν με αξιοπρέπεια στις πιο αντίξοες συνθήκες.

O Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός από το Newcastle. Για πρώτη φορά μετά από ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο, θα χρειαστεί τη βοήθεια της πολιτείας για να ζήσει, όμως η γραφειοκρατία τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Μέσα από την περιπέτεια αυτή, διασταυρώνεται με μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της. Βρίσκοντας αναπάντεχη οικογενειακή θαλπωρή ο ένας στον άλλο, ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσπαθούν να αντισταθούν στις δυσκολίες.

i-daniel-blake-cast

Η άποψή μας: Ο Ντάνιελ έρχεται αντιμέτωπος με μια γραφειοκρατία, που η διάστασή της δεν είναι υπαρξιακή, αλλά κυρίως πολιτική. Λέγεται και ξαναλέγεται στην ταινία -γιατί όσα θέλει να πει η ταινία, τα φωνάζει δυνατά- ότι όλος αυτός ο μηχανισμός δεν στήθηκε κατά λάθος, ότι η αποθάρρυνση και η εξάντληση των υποψηφίων δε συμβαίνει επειδή δεν υπολογίστηκαν καλά κάποιοι παράμετροι στο σχεδιασμό του, αλλά αντίθετα συμβαίνει ακριβώς επειδή ο μηχανισμός σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί έτσι και η αποθάρρυνση είναι ακριβώς ένα από τα σκοπούμενα αποτελέσματά του. Βλέπουμε ότι ακόμη και όταν οι υπάλληλοι ή οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τη διαδικασία και να κάνουν το σύστημα να λειτουργήσει, υπάρχει αμέσως αντίδραση από τους ανωτέρους: το σύστημα πρέπει να παραμείνει δυσπρόσιτο, άκαμπτο και αποτρεπτικό. «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο», βροντοφωνάζει ο Κέν Λόουτς μέσω ενός κινηματογραφικού ήρωα της διπλανής πόρτας.

Πιστός στο λιτό και άμεσο σινεμά του, ο 80χρονος Βρετανός ξεκινά κι εδώ, όπως κάθε φορά, από ένα καυτό κοινωνικό πρόβλημα και, συμπλέκοντάς το με το πορτρέτο ενός συνηθισμένου ανθρώπου της εργατικής τάξης, αναδεικνύει ένα δράμα προσωπικών και ταυτόχρονα πολιτικών διαστάσεων. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από καθημερινές δραστηριότητες ρουτίνας στις οποίες επιδίδεται ο πρωταγωνιστής και κάνουν το κυνήγι του επιδόματος να φαίνεται με οδύσσεια. Είναι ένας απλός νομοταγής πολίτης που το μόνο που ξέρει είναι να επισκευάζει πράγματα και δεν έχει ιδέα ούτε από υπολογιστές ούτε από τις πρακτικές γραφειοκρατίας του κράτους. Είναι όμως τίμιος και έχει αξιοπρέπεια την οποία δε θα επιτρέψει να του την πάρουν μακριά. Σε αυτό το στάδιο η ταινία σε βοηθάει να ταυτιστείς με τον ήρωα που τα βάζει με τους μηχανισμούς ενός αδηφάγου κράτους που δεν νοιάζεται για τους πολίτες του. Ήδη από την αξιομνημόνευτη εναρκτήρια σκηνή γίνεται εμφανές το μαύρο βιτριολικό χιούμορ του φιλμ που σε κάνει να εξοργιστείς με την κοινωνική αδικία. Με έντονη πίκρα αλλά και δια­κριτικό χιούμορ, ξέχειλη οργή και τρυφερό συναίσθημα, οι Λόουτς – Πολ Λάβερτι (σεναριογράφος) λένε τα πράγματα με το όνομά τους, κάτι το οποίο χαρίζει στην ταινία μια επείγουσα δυναμική κι ένα «χειροπιαστό» αντίκτυπο, της αφαιρεί όμως κινηματογραφική βαρύτητα.

Πάει καιρός από την τελευταία φορά που είδαμε τον Λόουτς τόσο εξοργισμένο. Πάντα το σινεμά του ήταν βαθύτατα κοινωνικό και ανέκαθεν εστίαζε σε ανθρώπους φτωχών τάξεων που τιμωρούνται από το κράτος για αυτή τους τη θέση στην κοινωνία. Στη συγκεκριμένη ταινία δεν βλέπει κάποια χαραμάδα ελπίδας και θεωρεί μοναδικό μέσο έκφρασης τη διαμαρτυρία μέσα από το σινεμά. Έφτιαξε λοιπόν ένα σκληρό φιλμ, χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές και με αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων. Μέσα στην οργή του, ο Λόουτς καταφέρνει να δημιουργήσει κάποιες πραγματικές δυνατές σκηνές σκληρού δράματος, οι οποίες όμως σε κατευθύνουν για το τι πρέπει να νιώσεις. Και το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την ταινία. Είναι ένα μανιφέστο για μια Βρετανία που οδηγείται προς την απομόνωση μέσω του Brexit, έχοντας παράλληλα χάσει την επαφή με τους απλούς πολίτες.

Δυστυχώς ο Ντάνιελ Μπλέικ θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας και σίγουρα όλοι ξέρουμε πλέον τέτοιες ιστορίες και στη χώρα μας. Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό ότι η συγκεκριμένη ταινία βραβεύθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα (2016) και ελπίζουμε να αποδειχθεί ότι το σινεμά μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να γίνει λίγο καλύτερος.

ΒΡΑΒΕΙΑ:

  1. Χρυσός Φοίνικας, 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών
  2. Βραβείο Κοινού, 64ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν
  3. Βραβείο Κοινού, 70ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λοκάρνο