ΡΕΤΡΟ ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
Καζαμπλάνκα, ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του αμερικάνικου κινηματογράφου και μία από τις πιο πολυαγαπημένες ταινίες όλων των εποχών.
ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ, ρομαντικό δράμα, διάρκεια: 102’
Σκηνοθεσία: Μάικλ Κερτίζ
Πρωταγωνιστούν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένριντ
Περίληψη: Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο αποτελεί σταυροδρόμι όλων των λαών, που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης και ένα εισιτήριο προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκεται και ο Ρικ, ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης ενός κλαμπ. Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και σκληρός. Κατά βάθος όμως κρύβει μια ηρωική καρδιά και σύντομα θα χρειαστεί να το αποδείξει…
Μια μέρα εμφανίζεται στο κλαμπ του η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα, με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα: να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στη ναζιστική φρίκη, και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;
Αυτή με λίγα λόγια είναι η υπόθεση της ταινίας. Η συνέχεια επί της οθόνης, μικρής ή μεγάλης…
Η άποψή μας: Έχουν περάσει τόσα χρόνια από την πρώτη προβολή της Casablanca, κανείς από τους συντελεστές της δεν ζει πια και όμως όλοι τους παραμένουν αθάνατοι, με κορυφαίους τον Humphrey Bogart και την Ingrid Bergman στη σκηνή του αποχωρισμού, στο κοντινό πλάνο όπου είναι και οι δύο προφίλ και φορούν τα καπέλα μέσα στην ομίχλη. Σε αυτή την περιβόητη σκηνή ακούγεται η φράση που έγινε με τα χρόνια καθιερωμένο κλισέ, στους κύκλους των κινηματογραφόφιλων τουλάχιστον, «θα έχουμε πάντα το Παρίσι».
Ταινία μύθος, θρύλος! Ανθρωποι όπως ο Uberto Eco, και ο Chaplin, ασχολούνται με αυτήν και κάνουν αναλύσεις για την επιτυχία της. Το πιο περίεργο από όλα είναι ότι κανείς από τους συντελεστές της ταινίας δεν περίμενε αυτή την επιτυχία, ούτε καν φιλοδοξούσε σε κάποιο τόσο ποιοτικό αποτέλεσμα.
Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes to Rick’s, τα δικαιώματα του οποίου εξασφάλισε αντί 20.000 δολαρίων ο μεγαλοπαραγωγός του Χόλιγουντ, Χαλ Γουόλις, ποσό μεγάλο για άπαιχτο θεατρικό έργο εκείνη την εποχή. Οι σεναριογράφοι της ταινίας αδελφοί Επστάιν και Χάουαρντ Κοτς μετέφεραν τη δράση του έργου από τη Βιέννη στην κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.
Είναι μία μίξη ρομαντικής και κοινωνικοπολιτικής ιστορίας με πολλά στοιχεία προπαγάνδας κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Η ταινία θεωρείται film noir λόγο του μυστηριώδη τρόπου ανάπτυξης της ιστορίας. Το κοινό σε μεγάλο μέρος της ταινίας βρίσκεται σε άγνοια. Βέβαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αισθηματική αλλά και πολιτική περιπέτεια. Η ιστορία της κυλάει βάσει των χαρακτήρων και όχι των δευτερευόντων παραγόντων. Όλα τα »αποτελέσματα» οφείλονται σε »αιτίες» που προέρχονται από τον ψυχικό κόσμο και τις πράξεις του χαρακτήρα.
Ξεκινώντας η ταινία μας δίνει κάποια ιστορικά στοιχεία εκείνης της εποχής τα οποία θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση της δράσης. Όλοι οι χαρακτήρες αυτής της ταινίας, ανεξαρτήτου ρόλου, ανοίγονται στο κοινό μέσω των πράξεων τους, όπως σε κάθε κλασικό φιλμ. Από τα πρώτα λεπτά του κάθε ήρωα έχουμε σχηματίσει μία άποψη η οποία, στην πλειοψηφία, θα είναι η ίδια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τα προσωπικά κίνητρα των ανθρώπων λειτουργούν καταλυτικά στην ιστορία της ταινίας και συμβάλουν στην εξέλιξή της.
Ο χώρος της ταινίας γίνεται το όχημα της αφήγησης και είναι ένα ακόμη στοιχείο του κλασσικού μοντέλου. Η Casablanca, και ειδικότερα το καφέ του Ρικ, συμβάλουν στην ροή της ιστορίας μας. Όλες οι σημαντικές εξελίξεις γίνονται στο συγκεκριμένο καφέ και βέβαια η επιλογή της πόλης δεν είναι τυχαία.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο διακεκριμένος συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη Μάχη των τραγουδιών, όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη Μασσαλιώτιδα, οι δε το τραγούδι Die wacht am Rhein (Η Φρουρά στο Ρήνο). Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το τραγούδι του Χέρμαν Χάπφελντ As Time Goes By, που στην ενορχήστρωση του Στάινερ υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας.
Επίλογος: Με τη διαδρομή του χρόνου, η Καζαμπλάνκα απέκτησε διάρκεια και αντοχή, για να τη χαρακτηρίζουμε σήμερα κλασσική ταινία. Όποτε επαναπροβλήθηκε στους κινηματογράφους αντιμετωπίστηκε θετικά από κοινό και κριτικούς, ενώ οι προβολές της στην αμερικάνικη τηλεόραση συγκεντρώνουν πάντα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μπορεί ο Πολίτης Κέιν του Όρσον Γουέλς, που κυκλοφόρησε σχεδόν την ίδια περίοδο, να θεωρείται η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, αλλά η Καζαμπλάνκα είναι σίγουρα η πιο αγαπητή. Ίσως γιατί ο ικανός σκηνοθέτης Μάικλ Κερτίζ ανέμιξε στις σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, ενώ είχε στη διάθεσή του κι ένα χαρισματικό ζευγάρι πρωταγωνιστών, που μεγαλούργησε στην οθόνη. Το 1944 η Καζαμπλάνκα ήταν υποψήφια για οκτώ βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τρία (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας).
EXTRAS
- Πρόκειται για ένα ρομαντικό, πολεμικό μελόδραμα με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι παραγωγή του 1942.
- Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν από τις 25/5/1942 ως τις 3/8/1942 και, εκτός από τις σκηνές του αεροδρομίου που γυρίστηκαν σε φυσικό χώρο, όλες οι υπόλοιπες γυρίστηκαν σε στούντιο.
- Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψε πρόβλημα με το ύψος των πρωταγωνιστών. Η Ingrid Bergman ήταν πέντε πόντους ψηλότερη από τον Bogart και, για να φαίνεται εκείνος ψηλότερος, πατούσε πάνω σε τούβλα ή μαξιλάρια.
- Η Bergman μέχρι την τελευταία σκηνή δε γνώριζε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα: τον Rick ή τον Laszlo
- Το τραγούδι «As Time Goes By» έγινε μεγάλη επιτυχία μετά την κυκλοφορία της ταινίας κι έμεινε για 21 εβδομάδες στη λίστα με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής. Λόγω του ότι είχε γραφτεί, όμως, αρκετά χρόνια πριν γυριστεί η ταινία, δεν ήταν υποψήφιο για Όσκαρ.
- Ο Dooley Wilson που υποδυόταν έναν πιανίστα, τον Sam, στην πραγματικότητά ήταν ντράμερ. Δεν ήξερε να παίζει πιάνο και στα γυρίσματα τον ντούμπλαραν.
- Ο Humphrey Bogart και η Ingrid Bergman δεν ανέπτυξαν ποτέ στενές σχέσεις και φημολογείται πως δεν τα πήγαιναν καλά. Περιέργως, η τότε σύζυγος του Bogart, Mayo Methot, θεωρούσε πως ο άντρας της διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την συμπρωταγωνίστρια του και προκαλούσε φασαρίες στα γυρίσματα.
- Το πιάνο του Sam πουλήθηκε το Δεκέμβριο του 2012 σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη έναντι του ποσού των €370.000.
- Η ατάκα “Play it again, Sam”, που είναι παγκοσμίως γνωστή και τη βλέπουμε σε αφίσες και βιβλία αλλά και «βάφτισε» την ταινία του Woody Allen το 1972, δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία με αυτά τα ακριβή λόγια. Η ατάκα που λέει η Ilsa στον πιανίστα είναι “Play it, Sam. Play As time goes by»
- Το 2006 το Αμερικανικό Συνδικάτο Σεναριογράφων κατέταξε το σενάριο της ταινίας ως το 1ο καλύτερο όλων των εποχών.
- Το 2007 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία ως την 3η καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών, μετά τις ταινίες ο «Πολίτης Κέιν» και «Ο Νονός».